όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek
κοχύλι ή όστρακο — Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα… … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
σαλιγκάρια — Κοινό όνομα των πνευμονοφόρων χερσαίων γαστερόποδων, που είναι προικισμένα με ελικοειδές όστρακο (οικογένεια Ελικιδών) και ανήκουν στο γένος έλιξ (helix) και σε συγγενή γένη που περιλαμβάνουν πολλά είδη. Το όστρακο είναι ευρύ και γενικά… … Dictionary of Greek
ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… … Dictionary of Greek
ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα … Dictionary of Greek
οστρακώδης — ες (ΑΜ ὀστρακώδης, ῶδες) [όστρακον] 1. αυτός που μοιάζει με όστρακο, οστρακοειδής 2. αυτός που αποτελείται από όστρακο, οστράκινος («δέρμα μαλακὸν καὶ μὴ ὀστρακῶδες, ὥσπερ τῆς χελώνης», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακώδη (ζωολ … Dictionary of Greek
γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… … Dictionary of Greek
δεξιόστροφος — Αυτός που στρέφει ή στρέφεται προς τα δεξιά. (Ζωολ.) Όστρακο των γαστερόποδων, στο οποίο η περιέλιξη γίνεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Για να διαπιστωθεί η φορά της περιέλιξης τοποθετείται το όστρακο με την κορυφή προς τα πάνω και το στόμα… … Dictionary of Greek
εξοστρακισμός — Αρχαίο πολιτικό μέτρο που όριζε την απομάκρυνση επικίνδυνων προσώπων από την πολιτεία, για ένα χρονικό διάστημα. Ο ε. εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και σε άλλες δημοκρατικές πολιτείες, όπως στο Άργος και στις Συρακούσες. Καθιερώθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek